- λινόκροκος
- λῐνό-κροκος, ον,A flaxwoven,
φᾶρος E.Hec.1081
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φᾶρος E.Hec.1081
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινόκροκος — λινόκροκος, ον (Α) υφασμένος με λινή κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κρόκος (πρβλ. διά κροκος] … Dictionary of Greek
λινόκροκον — λινόκροκος flaxwoven masc/fem acc sg λινόκροκος flaxwoven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθόκροκος — ἀνθόκροκος, ον (Α) ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)] … Dictionary of Greek
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek